νοησιαρχικός

νοησιαρχικός
-ή, -ό [νοησιαρχία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία, αλλ. νοησιοκρατικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοησιαρχικός — νοησιαρχικός, ή, ό και νοησιοκρατικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοησιοκρατικός — ή, ό [νοησιοκρατία] νοησιαρχικός …   Dictionary of Greek

  • νοησιοκρατικός — ή, ό βλ. νοησιαρχικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”